-
1 διαπετομαι
(aor. 2 διέπτην - med. διεπτόμην и διεπτάμην)1) перелетать, пролетать, проноситься(κραιπνῶς διέπτατο Ἶρις, ὀϊστός - in tmesi Hom.; αἱ μέλισσαι διαπετόμεναι λειμῶνας Plut.)
2) пролетать сквозь, миновать(Συμπληγάδας Eur.; διὰ τῆς πόλεως Arph.)
3) прилетать, быстро прибывать4) пронзать, поражать(τὸ βέλος διέπτατό τινος Eur.)
5) улетать, уноситься, aor. умчаться ( о времени)(ὥσπερ καπνός Plat.; ὅ χρόνος διέπτατο Eur.)